- κατεργασμένη
- κατεργάζομαιeffect by labourperf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… … Dictionary of Greek
υλοτομώ — ὑλοτομῶ, έω, ΝΑ [υλοτόμος] κόβω δένδρα από το δάσος για καύσιμα ξύλα ή για κατεργασμένη ξυλεία … Dictionary of Greek
φαρφουρί — το, Ν 1. λεπτή κατεργασμένη πορσελάνη 2. συνεκδ. δοχείο, σκεύος από λεπτή πορσελάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. firfiri πιθ. < πορφύριον < πορφύρα, λόγω τού ότι αρχικά θεωρούσαν ότι τα αγγεία αυτά ήταν κατασκευασμένα από σπασμένα κοχύλια] … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
βοιμηρία — (boehmeria). Γένος πολυετών ποωδών φυτών, θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των ουρτικιδών. Έχουν φύλλα αντίθετα ή επαλλάσσοντα, πολύμορφα. Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθίες στις μασχάλες των φύλλων. Ο καρπός είναι πλατύ αχαίνιο. Στο γένος β.… … Dictionary of Greek
γρανίτης — Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι… … Dictionary of Greek